- ισόεδρος
- -η, -οαυτός που έχει τις έδρες ίσες μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. ομοί-εδρος, πολύ-εδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοεδρικός — ή, ό [ισόεδρος] ισόεδρος* … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek